Friday, November 27, 2009

Αυτά άρχισαν τότε...και τώρα 3 χρόνια μετά..

Το βλέπεις ότι η ζωή έχει απίθανες ιδέες που ούτε φανταζόμαστε! Αχ η ζωή είναι μια μάγισσα.
Τότε σαν μαγεμένο το τραγούδι δε φανταζόμουν, δεν ήλπιζα, απλά είχα αποφασίσει να καταγράψω με μαεστρία. Τώρα μεγάλωσα. Τρία ολάκερα χρονάκια εξαφανίστηκε το παχύ λάμδα, τα με, τα σε, τώρα ξέρω τι σημαίνει σουβλάκι, τώρα λατρεύω τις νέες Vic Firth Jack DeJohnette μπαγκέτες μου και αναγνωρίζω τη μυρωδιά των Εξαρχείων κάθε μέρα που γυροφέρνω με ανάλαφρο ή βαρύ βήμα στην πόλη που πριν καν την πατήσω την ένιωσα.
Νομίζω είναι η μεγαλύτερη σχέση τρελού έρωτα που έχω βιώσει, η σχέση μου με την Αθήνα.

Τώρα δεν υστεριάζω, τώρα είμαι πιο τολμηρή, τώρα προσαρμόζομαι και περιμένω, τώρα αδημονώ και προσμένω. Φτιάχνω τις ρίζες μου στην πόλη που διάλεξα, στον κύκλο που χτίζω. Και κυκλοθυμιάζω.

3 χρόνια αργότερα τα Chesterfield γίνανε Davidoff white slims, όπως και του αγριμιού Ψαραντώνη και οι πεποιθήσεις βγάλανε φρύδια κι εγώ ψάχνω τον λύκο της Αρλέτας στα στενά των Εξαρχείων κι όταν με βολεύει μένω Εξάρχεια κι όταν με βολεύει Λυκαβηττό.


(Απολαύστε ένα τραγούδι για τα Εξάρχεια by Sunny Baltzi and Arleta)

Saturday, December 23, 2006

Εν αρχή ην το τέλος!

Εν αρχή ήν το τέλος!

«Και τώρα...τέλος!», αναφώνησε με τρεμάμενη αυστηρότητα. Το βλέμμα μόνο αγέρωχο δεν ήταν. Δάκρυα βουβά ύγραναν τα μάγουλά της. Έκλεισε τα μάτια , στην άδεια χούφτα ένα πακέτο Chesterfield και ένα μειδίαμα μελαγχολίας ανάμεικτο με εκείνο το καταραμένο συναίσθημα προσμονής για όσα θα ερθουν και για όσα θα αργήσουν. Ενα ταξί σταμάτησε με σκυλάδικα στο τέρμα. Μπήκε μέσα νιώθωντας τη σάπια μουσική να λειτουργεί σαν το καλύτερο γιατρικό. Εκείνη. Η Υβόννη...ας πούμε.

Κάπως έτσι δεν αρχίζουν όλες οι μελοδραματικές ιστορίες? Αυτή, εντούτοις, δεν αρχίζει. Έτσι τελειώνει. Για τη συνέχεια της ουδείς γνωρίζει. Μπορεί να κρύβεται στην ατέρμονη νύχτα της Φιλανδίας, μπορεί σε ένα στενό της Χαλκίδας ή και στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης. Και ίσως, συναντηθεί μαζί της, σε κρητικά καλντερίμια. Ουδείς δύναται να απαντήσει τι μέλλει γενέσθαι τελικά.
Το κουβάρι λοιπόν, ας επανέλθουμε, ξετυλίγεται σαν ταινία των Μόντυ Πάιθον. Άναρχα και ακατανόητα λόγω της φύσεως του χιούμορ της. Αποδομείται παρόλαυτα, σαν ταινία ιαπωνική. Με στόχο της μοναδικό, να γυμνωθούν αισθήσεις και αισθήματα, ώστε να βρεθεί η έξοδος από τη νοσταλγία.


Φεβρουάριος άγιος.

Φεβρουάριος του 2006. Θεσσαλονίκη είν’ο τόπος. Μυαλά φοιτητικά , μεθυσμένα από γνωριμίες και μουσικές. Κρεπάλες ελάχιστες, αλλά πετυχημένες. Κοινοτοπία δηλαδή. Όπως η πλειονότητα των 20χρονων της πόλης που καλύπτει τη μιζέρια της με γκλάμ και μπουζουκια. «Ποια μουσική σκηνή της Σαλονίκης, ρεε!», ωρύεται. Πάνε αυτά μεταναστέψανε! Τάσεις φυγής κάλυπταν τα πάντα μέσα της. Πλησιάζει ο καιρός. Ένας μήνας να πηγαινοέρχεσαι στο αεροδρόμιο δεν είναι και λίγο, σωστά? Τότε, βέβαια, δεν ήξερε τον συγγραφεύς! Η καλύτερα τους Συγγραφείς! Αλλά είχε καιρό για αυτά που ήρθανε σαν κυκλώνας γλυκός και μυρωδάτος!( Μπορεί να είναι γλυκός ο κυκλώνας? Όχι κυριολεκτικά, αλλά αφήνει γλυκιά άισθηση, έστω σα γραφή!)

(συνεχίζεται...)